εμβασία

εμβασία
και εμπασιά και μπασιά και μπασία, η (Μ ἐμβασία)
1. είσοδος
2. πέρασμα, δίοδος
3. σύνορα, παραμεθόρια περιοχή
4. εισβολή, έφοδος, επίθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Monemvasia — Gemeinde Monemvasia Δήμος Μονεμβασίας (Μονεμβασία) …   Deutsch Wikipedia

  • κενεμβασίη — κενεμβασίη, ἡ (Μ) κενεμβάτησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ἐμβασία «δίοδος, είσοδος»] …   Dictionary of Greek

  • μπασιά — Οικισμός (41 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κλεινόβου. * * * και εμπασιά, η 1. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς κάπου, είσοδος 2. στενωπός που επιτρέπει τη διάβαση 3. πλημμύρα, παλίρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβασία <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”